ὑποσκελίζει

ὑποσκελίζει
ὑποσκελίζω
trip up one's heels
pres ind mp 2nd sg
ὑποσκελίζω
trip up one's heels
pres ind act 3rd sg
ὑποσκελίζω
trip up one's heels
pres ind mp 2nd sg
ὑποσκελίζω
trip up one's heels
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • πτερνιστής — ο, θηλ. πτερνίστρια, ΜΑ [πτερνίζω] αυτός που χτυπά, που κλοτσά με τη φτέρνα αρχ. αυτός που υποσκελίζει ή εξαπατά κάποιον …   Dictionary of Greek

  • υποσκελίζω — ὑποσκελίζω, ΝΜΑ ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω νεοελλ. μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση τού προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του») αρχ. 1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”